διαφορᾶς — διαφορά moving hither and thither fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφοράς — διαφορά̱ς , διαφορά moving hither and thither fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… … Dictionary of Greek
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
Galēnos — Galēnos, Claudius, geb. 131 n. Chr. in Pergamum, wo sein Vater Nikon Architekt war; er studirte Philosophie u. Medicin erst in seiner Vaterstadt, dann nach seines Vaters Tode 152 in Smyrna, Korinth u. Alexandrien, bes. Anatomie. Zurückgekehrt… … Pierer's Universal-Lexikon
συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek